κρατεροφρων

κρατεροφρων
    κρατερόφρων
    κρᾰτερό-φρων
    2, gen. ονος
    1) сильный духом, отважный, мужественный
    

(ἀνήρ, Ἡρακλῆς Hom.)

    2) могучий, неукротимый или жестокий
    

(θυμός Hes.; θήρ Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρατεροφρων" в других словарях:

  • κρατερόφρων — κρατερόφρων, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχος («ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιό φρων, υψηλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόφρονα — κρατερόφρων stout hearted neut nom/voc/acc pl κρατερόφρων stout hearted masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρονας — κρατερόφρων stout hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρονε — κρατερόφρων stout hearted nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρονες — κρατερόφρων stout hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρονι — κρατερόφρων stout hearted dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρονος — κρατερόφρων stout hearted gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόφρον' — κρατερόφρονα , κρατερόφρων stout hearted neut nom/voc/acc pl κρατερόφρονα , κρατερόφρων stout hearted masc/fem acc sg κρατερόφρονι , κρατερόφρων stout hearted dat sg κρατερόφρονε , κρατερόφρων stout hearted nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»